κεφαλαιοκρατία

κεφαλαιοκρατία
Βλ. λ. καπιταλισμός.
* * *
η
(κοινωνιολ.-οικον.)
1. το οικονομικό και κοινωνικο ουστημα τού καπιταλισμού
2. το σύνολο τών κεφαλαιούχων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιοκρατία — η 1. σύστημα οικονομικό που βασίζεται στην ύπαρξη μεγάλων ιδιωτικών κεφαλαίων, καπιταλισμός. 2. το σύνολο των κεφαλαιούχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπιταλισμός ή κεφαλαιοκρατία — Όρος που έχει λάβει ποικίλες σημασίες και στον οποίο αποδίδονται διάφοροι ορισμοί με οικονομικό, νομικό, κοινωνιολογικό, πολιτικό, ιστορικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Οι διάφορες αυτές σημασίες δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν με σαφήνεια η μία… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • καπιταλισμός — ο 1. (κατά την αστική κοινωνιολογία) κεφαλαιοκρατία, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πίστη στη δύναμη τού υλικού κεφαλαίου, την αποδοχή τού κέρδους ως κινήτρου τής οικονομικής δραστηριότητας, την αρχή τής… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοκρατισμός — ο κεφαλαιοκρατία, καπιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαιο κρατία με την κατάλ. ισμός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • καπιταλισμός — ο (λ. γαλλ.), κεφαλαιοκρατία: Μας εκμεταλλεύεται ο διεθνής καπιταλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλαιοκρατικός — ή, ό καπιταλιστικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία: Έχουν κεφαλαιοκρατικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”